- υφηγεμων
- ὑφηγεμώνὑφ-ηγεμώνдор. ὑφᾱγεμών -όνος ὅ вождь, руководитель Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υφηγεμών — και δωρ. τ. ὑφαγεμών, όνος, ὁ, Α [ὑφηγοῡμαι] οδηγός («ἃ... κοινὸν Ἔρωτα νέων θρέψειν ὑφαγεμόνα», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ὑφηγεμόνα — ὑφηγεμών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγεμόνας — ὑφηγεμών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)